κανακεύω

κανακεύω
μετ. ласкать; баловать; нежить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κανακεύω" в других словарях:

  • κανακεύω — κανακεύω, κανάκεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κανακεύω — και κανακίζω κανάκεψα και κανάκισα, κανακεμένος, χαϊδεύω κάποιον, τον περιποιούμαι: Την κανακεύει την κόρη του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κανακεύω — (Μ κανακεύω) [κανάκι] 1. ανατρέφω με αγάπη και χάδια, με πολλές περιποιήσεις 2. περιποιούμαι, φέρομαι με αγάπη, καλοπιάνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κανακεμένος, η, ο αγαπημένος, χαϊδεμένος …   Dictionary of Greek

  • Griego medieval — Hablado en  Grecia  Turquía …   Wikipedia Español

  • ακανάκευτος — η, ο [κανακεύω] αυτός που δεν τον έχουν κανακέψει, ο αχάιδευτος …   Dictionary of Greek

  • κανάκεμα — το (Μ κανάκεμα) [κανακεύω] περιποίηση, θωπεία, χάιδεμα …   Dictionary of Greek

  • νταντεύω — [νταντά (ΙΙ)] 1. περιποιούμαι και φροντίζω έναντι μισθού βρέφος ή μικρό παιδί, είμαι νταντά 2. μτφ. περιποιούμαι υπερβολικά κάποιον σαν βρέφος, τόν κανακεύω, τόν υπηρετώ σαν μικρό παιδί …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»